Της Βασιλικής Σιούτη
Το δημοψήφισμα της Κυριακής είναι μία διαδικασία ναρκοθετημένη εκ των προτέρων, στην οποία ο ελληνικός λαός καλείται να απαντήσει εάν εγκρίνει κάτι με το οποίο δεν συμφωνεί ή εάν το απορρίπτει για να πάει σε κάτι που δεν γνωρίζει. Είναι ένα δημοψήφισμα στο οποίο οι επιλογές είναι στην πραγματικότητα μη επιλογές και είναι πραγματικά πολύ θλιβερό το πώς φτάσαμε εδώ μετά από μία σειρά οδυνηρών υποχωρήσεων και λαθών χωρίς κανείς να πατήσει εγκαίρως φρένο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε ξεκάθαρη εντολή στις 25 Ιανουαρίου να τερματίσει τα μνημόνια και την πολιτική λιτότητας που τσάκισε τα φτωχότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η ηγεσία του κόμματος δεσμεύτηκε προεκλογικά ότι αυτό μπορεί να το καταφέρει εντός της Ευρωζώνης. Τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά, παρότι από εντελώς διαφορετική σκοπιά, του έλεγαν ότι δεν μπορεί να τερματίσει τα μνημόνια εντός της Ευρωζώνης γιατί πολύ απλά αυτά αποτελούσαν τον όρο για την παραμονή της.
Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα από αρκετά νωρίς. Ή θα επιλέγαμε την παραμονή μας στην Ευρωζώνη, αποδεχόμενοι την σκληρή πολιτική λιτότητας με την οποία πάει πακέτο, προσπαθώντας τουλάχιστον να υπάρξει μία κάπως διαφορετική αναδιανομή των βαρών, ή θα δοκιμάζαμε τις δυνάμεις μας βγαίνοντας από αυτή και αποκτώντας ξανά εθνικό νόμισμα. Αυτό το τελευταίο θεωρητικά μπορούσε να γίνει είτε με ρήξη είτε και με συναίνεση-αφού και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β.Σόιμπλε, που για τους δικούς του λόγους ήθελε την Ελλάδα εκτός, είχε προτείνει τόσο στον Ευ.Βενιζέλο όσο και στον Γ.Βαρουφάκη την έξοδο της χώρας από το ευρώ, ισχυριζόμενος ότι θα την στηρίξει κιόλας για να γίνει σχετικά ομαλά.
Σε κάθε περίπτωση, η παραμονή στην Ευρωζώνη απαιτούσε αποδοχή της λιτότητας και η έξοδος έναν πολύ καλά οργανωμένο σχεδιασμό.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ισχυριζόταν ότι μπορεί να πετύχει την άρση της λιτότητας παραμένοντας στο ευρώ, γιατί θα κατάφερνε να τους πείσει και γιατί νόμιζε ότι θα είχε συμμάχους σε αυτό τον Ντράγκι, τον Γιούνκερ, τον Ρέντσι, τον Ολάντ και τις ΗΠΑ. Πίστευε μάλιστα ότι θα κατάφερνε συμμαχώντας μαζί τους να προκαλέσει ρήγμα -έτσι έλεγαν- στη γερμανική κυριαρχία και να αλλάξουν την Ευρώπη. Στο τέλος έφτασαν να πιστεύουν μέχρι και ότι η καγκελάριος Μέρκελ ήταν καλή και θα στήριζε την Ελλάδα παραμερίζοντας τον κακό Σόιμπλε που ήταν το εμπόδιο.
Αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι όλα αυτά στηρίζονταν σε μια πολιτική αφέλεια, στην απειρία και στην αδυναμία να αντιληφθούν τη σημασία της πολιτικής ισχύος και των συσχετισμών.
Οι υποχωρήσεις από τις προεκλογικές τους θέσεις άρχισαν από τις 26 Ιανουαρίου και κορυφώθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου με την περιβόητη συμφωνία που υπέγραψε ο Βαρουφάκης στο Eurogroup . Όποιος παρακολούθησε τι συνέβη εκεί και διάβασε το ντοκουμέντο της συμφωνίας, αντιλήφθηκε ότι η ηγεσία της κυβέρνησης έπεσε στην παγίδα που της είχαν στήσει. Από εκεί και πέρα ήταν θέμα χρόνου η πλήρης ομηρεία στην οποία βρέθηκε και η κυβέρνηση και η χώρα την περασμένη Παρασκευή.
Σε εκείνο το ανακοινωθέν του Eurogroup της 20ης Φλεβάρη αναφερόταν ρητά ότι η Ελλάδα ζήτησε την «παράταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης, η οποία διέπεται από μία σειρά δεσμεύσεων». Ζήτησε δηλαδή την παράταση της σύμβασης και του μνημονίου, κάτι που αν και φαινόταν ξεκάθαρα, τόσο από το κείμενο, όσο και από τα συνοδευτικά έγγραφα, στον δημόσιο λόγο τους το αρνούνταν.
Το ίδιο επίμονα αρνούνταν και το ότι δέχθηκαν να ολοκληρώσουν την τελευταία αξιολόγηση, αυτή που δεν κατάφερε να κλείσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γκ.Χαρδούβελης, ενώ το κείμενο το ανάφερε ρητά: «Ο σκοπός της επέκτασης είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση των όρων της υπάρχουσας διευθέτησης (σ.σ συμφωνίας), και με την καλύτερη δυνατή χρήση της υπάρχουσας ευελιξίας (σ.σ ισοδύναμα) που θα επιθεωρηθεί από κοινού με τις ελληνικές αρχές και τους θεσμούς». Επίσης ανέφερε ότι : «Μόνο με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης αυτής της παρατεινόμενης συμφωνίας από τους θεσμούς, θα επιτραπεί η εκταμίευση της δόσης».
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Σε εκείνο το Eurogroup ο Γ.Βαρουφάκης υπέγραψε ότι «Οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την αδιαμφισβήτητη δέσμευσή τους να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές, πλήρως και έγκαιρα» καθώς και «να διασφαλίσουν τα πρέποντα πρωτογενή πλεονάσματα ή τα οικονομικά έσοδα που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012».
Η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη όμως περιείχε και τη μοιραία δέσμευση περί μη μονομερών ενεργειών, με την οποία η κυβέρνηση ναρκοθετούσε -αν δεν ακύρωνε, την εντολή των εκλογών για κατάργηση του μνημονίου: «Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απόσχουν από κάθε ανατροπή μέτρων ή μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές αυτές και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα είχαν αρνητικές συνέπειες στους δημοσιονομικούς στόχους, στην οικονομική ανάκαμψη ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως αξιολογούνται από τους θεσμούς».
Και η ανακοίνωση της συμφωνίας του Eurogroup που αποδέχθηκε η ελληνική πλευρά , κατέληγε ως εξής: «Παραμένουμε δεσμευμένοι να παράσχουμε επαρκή υποστήριξη στην Ελλάδα, ωσότου κατακτήσει πλήρη πρόσβαση στην αγορά και εφόσον τιμήσει τις δεσμεύσεις της εντός του συμπεφωνημένου πλαισίου».
Δηλαδή η κυβέρνηση θα έπαιρνε λεφτά, μόνο αν εφάρμοζε το μνημόνιο , έκλεινε την αξιολόγηση και έπραττε ότι της επέβαλλαν.
Η συνέχεια γνωστή: οι Ευρωπαίοι θεώρησαν ότι η κυβέρνηση δεν τήρησε αυτή τη συμφωνία και δεν της έδωσαν χρήματα, ενώ η κυβέρνηση υποστήριζε ότι την τήρησε και ότι οι Ευρωπαίοι ήταν ασυνεπείς που δεν της έδωσαν τα λεφτά.
Όποιος διαβάσει όμως προσεκτικά το κείμενο αυτό (παρατίθεται στο τέλος ολόκληρο) μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι η συμφωνία αυτή ήταν η τέλεια παγίδα. Οι δανειστές δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα παραπάνω και ήταν προφανές ότι ο χρόνος θα δούλευε υπέρ τους. Όσο θα πλησιάζαμε στην λήξη της παράτασης, στις 30 Ιουνίου, τόσο πιο πολύ θα πιεζόταν η κυβέρνηση προκειμένου να αποφύγει την χρεοκοπία και την καταστροφή που θα ακολουθούσε αν δεν υπήρχε αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση αντιθέτως, νόμιζε ότι είχε κερδίσει χρόνο, αλλά στην πραγματικότητα οι δανειστές τον ροκάνιζαν, αφήνοντας την να νομίζει ότι διαπραγματεύεται.
Για τη συμφωνία αυτή έχουν ειπωθεί πολλά και στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο. Έχει ακουστεί εντόνως, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται, ότι ο Γ.Βαρουφάκης αρνούνταν να την υπογράψει και το έκανε μόνο όταν πήρε εντολή από το Μαξίμου για να το κάνει. Κανείς δεν ξέρει αν αυτή είναι αλήθεια. Πριν από λίγο καιρό, σε τηλεοπτική συνέντευξή του ο Αλέξης Τσίπρας, παραδέχθηκε ότι «παραπλανήθηκαν». Μέχρι τότε όμως, επέμεναν ότι η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη ήταν επιτυχία και αρνούνταν να παραδεχθούν ότι είχε το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ήταν εντυπωσιακό ότι δεν δόθηκε καμία δημοσιότητα στη συμφωνία αυτή που δέσμευε το μέλλον της χώρας και τα ΜΜΕ σχεδόν την απέκρυψαν, καθώς τότε προσπαθούσαν να ενθαρρύνουν τον πρωθυπουργό να ολοκληρώσει τη «στροφή στο ρεαλισμό».
Ο Αλέξης Τσίπρας ήθελε πράγματι και ήταν διατεθειμένος εξαρχής να κάνει συμβιβασμούς και να τα βρει με τους δανειστές. Αλλά με έναν τρόπο που θα του άφηνε κάποια περιθώρια αυτά να περάσουν από το κόμμα του. Οι δανειστές δεν του άφησαν κανένα. Αυτό ήταν προφανές από πολύ νωρίς, άλλωστε οι «θεσμοί» δεν το έκρυβαν, αλλά στο Μαξίμου μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευαν ότι οι δανειστές μπλοφάρουν.
Όλο αυτό το διάστημα υπήρξαν πολλές φωνές καλόπιστης κριτικής, αλλά και προειδοποιήσεις προς την ηγεσία, ακόμα και από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, τις οποίες η ηγεσία αγνόησε. Με τον ίδιο τρόπο είχε αγνοήσει και όλες τις παροτρύνσεις για να ετοιμάσει εγκαίρως εναλλακτικά σχέδια και προτάσεις για την περίπτωση που το σχέδιο «θα πείσουμε τους δανειστές» δεν πετύχαινε. Αρνιόταν όμως πεισματικά και ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην πείσει τους δανειστές. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων χωρίς σωσίβια λέμβο γιατί ο καπετάνιος επέμενε ότι δεν χρειάζεται.
Όλο αυτό το διάστημα ο Αλέξης Τσίπρας, ως κλασικός κεντριστής, προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ συμβιβασμού και ρήξης, ώστε να κρατάει ικανοποιημένους και τους μετριοπαθείς τους κόμματός του και τους ριζοσπάστες. Οι πρώτοι θεωρούσαν βέβαιο το συμβιβασμό και οι δεύτεροι -σίγουροι καθώς ήταν ότι οι δανειστές δεν θα υποχωρούσαν καθόλου- ήλπιζαν ότι θα ερχόταν η ώρα της ρήξης.
Από τον Απρίλιο και μετά -καθώς τα χρονικά περιθώρια στένευαν και οι κόκκινες γραμμές ξεθώριαζαν, όλοι είχαν πειστεί ότι ο Τσίπρας θα υπέγραφε μνημόνιο. Έφτασε μάλιστα να παρουσιάσει σχέδιο 47 σελίδων με μέτρα που έφεραν την υπογραφή του, προκαλώντας έντονες εσωκομματικές αντιδράσεις. Εκείνες τις μέρες πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και στενοί του συνεργάτες, όχι μόνο προεξοφλούσαν τη συμφωνία, αλλά απεύθυναν και απειλές προς όποιον δεν «συμμορφωνόταν», επικαλούμενοι την κομματική πειθαρχία.
Ο πρωθυπουργός έδειξε υπερβολικά καλή πίστη στους δανειστές. Έφτασε μάλιστα να αδειάσει όλα τα αποθεματικά από τα δημόσια ταμεία για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δανειστών, κατόπιν υποδείξεών τους. Μόνο κατά τη δική του θητεία ξόδεψε περίπου 8 δισεκατομμύρια για αυτό, όταν εκείνοι όλο αυτό το διάστημα δεν εκταμίευσαν ούτε ένα ευρώ.
Η στρατηγική τους ήταν ολοφάνερη. Τον έφεραν με μαεστρία μέχρι την περασμένη Παρασκευή, αφήνοντας του περιθώριο μόνο 48 ωρών, πριν ανοίξουν οι αγορές τη Δευτέρα, προκειμένου είτε να ψηφίσει στη Βουλή, είτε να περάσει με ΠΝΠ την επώδυνη συμφωνία. Αλλιώς, χωρίς νέα συμφωνία, θα βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης, αφού η παράταση έληγε στις 30 Ιουνίου.
Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την τελευταία πράξη, ο Αλέξης Τσίπρας κατάλαβε την τελευταία στιγμή την παγίδα που του είχαν στήσει και ότι μαζί με τη συμφωνία ήταν πιθανό ότι θα υπέγραφε και το πολιτικό του τέλος. Αν δεν έκανε τη συμφωνία, οι δανειστές θα σταματούσαν τον ELA, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να πάει σε κάπιταλ κοντρόλ και να κλείσει τις τράπεζες, με ότι αυτό θα σήμαινε για τη συνέχεια. Αν την έκανε, κινδύνευε να τελειώσει πολιτικά, με ορατό τον κίνδυνο της διάσπασης του κόμματος, καθώς η συμφωνία αυτή δεν θα περνούσε.
Έτσι επέλεξε ως διέξοδο το δημοψήφισμα, ως μοναδική οδό σωτηρίας της κυβέρνησης του, που θα διατηρούσε την ενότητα του κόμματος και θα πετούσε τη μπάλα στους πολίτες. Αν οι πολίτες ψήφιζαν ναι στα επώδυνα μέτρα, η ευθύνη θα ήταν του λαού. Αν οι πολίτες ψήφιζαν όχι στα επώδυνα μέτρα, θα αναλάμβαναν τις ευθύνες για αυτό που θα ακολουθούσε.
Η πρόταση των δανειστών, στην οποία κατέληξαν μετά από πέντε μήνες διαπραγμάτευσης , είναι μία πρόταση με αντιαναπτυξιακά μέτρα και άγρια φορολόγηση, που θίγει όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Κανείς στην Ελλάδα, ούτε καν οι επιχειρηματίες, δεν είναι δυνατόν να επιθυμούν την έγκρισή της, πόσο δε τα φτωχότερα στρώματα που έχουν σηκώσει πολύ μεγαλύτερο βάρος από όσο μπορούσαν να σηκώσουν ως τώρα.
Η υπερψήφιση του ΝΑΙ λοιπόν σε αυτό το ναρκοθετημένο δημοψήφισμα οδηγεί ξεκάθαρα στη συνέχιση της λιτότητας, αλλά και στη λαϊκή νομιμοποίηση της και αυτό είναι ένα τεράστιο δώρο για τους δανειστές. Η υπερψήφιση του ΟΧΙ ωστόσο, οδηγεί στο άγνωστο, καθώς η κυβέρνηση αρνείται να αποκαλύψει το παραμικρό για το πού θα οδηγηθεί η χώρα την επόμενη μέρα και αυτή δεν είναι μία πολιτικά έντιμη στάση.
Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει να επιδείξει κανένα αποτέλεσμα σε κάποιον από τους βασικούς στόχους της (ακύρωση του μνημονίου, τέλος της διαπλοκής, κυνήγι της φοροδιαφυγής, φορολόγηση των πλουσίων κτλ) ούτε σε κάποια από τις προβλέψεις της έχει πέσει μέσα (οι δανειστές θα υποχωρήσουν, οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν, θα βρεθούν χρήματα από τρίτες χώρες, οι τράπεζες δεν θα κλείσουν κτλ) δεν εμπνέει πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη.
Στελέχη της κυβέρνησης διαβεβαιώνουν ότι οι τράπεζες την Τρίτη θα λειτουργήσουν κανονικά, ενώ γνωρίζουν καλά ότι αυτό θα πάρει πολύ καιρό να συμβεί. Διαβεβαιώνουν δημοσίως ότι σύντομα θα αποκατασταθεί η ρευστότητα, ενώ ξέρουν ότι αυτό μπορεί πλέον να γίνει μόνο, είτε αν τα βρουν με τους δανειστές, είτε εάν τυπώσουν εθνικό νόμισμα, πράγμα που πάλι δεν γίνεται τώρα, αφού καμία σχετική προετοιμασία δεν έχει γίνει και τα λεφτά που υπάρχουν τελειώνουν.
Αρνούνται κατηγορηματικά ότι υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα να βγούμε εκτός ευρωζώνης ή να τεθούμε σε κάποιο ειδικό καθεστώς, όταν δεν υπάρχει κανείς στον πλανήτη που να μην υποστηρίζει ότι η πιθανότητα αυτή είναι υπαρκτή. Ακόμα και ο αμερικανός νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, που στηρίζει την κυβέρνηση στο ΟΧΙ, δηλώνει καθαρά ότι όχι μόνο είναι πιθανή η έξοδος , αλλά και ότι ένα μέρος της δουλειάς για αυτό έχει ήδη γίνει με το κάπιταλ κοντρόλ.
Το πρόβλημα με το θέμα της εξόδου από την Ευρωζώνη είναι ότι για να είχε πιθανότητες επιτυχίας, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ο έγκαιρος και πολύ καλός σχεδιασμός της. Χρειαζόταν δηλαδή ένα πολύ σοβαρό και επεξεργασμένο σε κάθε του λεπτομέρεια σχέδιο, που θα είχε προετοιμάσει τα πάντα. Και φυσικά μία πολύ ικανή και έμπειρη κυβερνητική ομάδα για να το υλοποιήσει, καθώς και τη λαϊκή έγκριση, αφού θα χρειαζόταν οπωσδήποτε την υποστήριξη του λαού.
Τώρα δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά και δεν μπορεί κανένας υπεύθυνος πολιτικός να αγνοήσει ότι στις σημερινές συνθήκες είναι ορατό το ενδεχόμενο να οδηγηθούμε σε συνθήκες χάους, που θα ευνοούσαν αποκλειστικά και μόνο τα κοράκια και τους κερδοσκόπους. Και αν κάποιοι ενοχλούνται με την αυτονόητη επισήμανση, θα έπρεπε αντί για αυτό να φροντίσουν να μην συμβεί και να αντιληφθούν ότι η αριστερά έχει ηθική υποχρέωση να είναι και πολιτικά έντιμη και ειλικρινής απέναντι στο λαό.
Καλείται λοιπόν ο λαός να αποφασίσει τι; Και για ποια ρήξη μιλάμε όταν ο πρωθυπουργός έχει βάλει την υπογραφή του σε ένα μνημόνιο 47 σελίδων και σε μία παραλλαγή του σχεδίου Γιούνκερ με μικρές διαφορές; Όταν η κυβέρνηση λέει ότι αμέσως μετά από ένα ΟΧΙ θα επιδιώξει άμεσα μια συμφωνία; Δηλαδή γιατί ακριβώς θα ψηφίσουμε; Αν θέλουμε να έχει 5 ή 6 καζάνια η «κόλαση»; Και η νέα συμφωνία που θα υπογράψει ο Τσίπρας από πού θα αντλήσει λαϊκή νομιμοποίηση, αν δεν έχει σημαντικές διαφορές από αυτήν που θα καταψηφιστεί; Θα τη φέρει κι αυτή σε δημοψήφισμα;
Οι αντιφάσεις είναι πολλές. Γιατί την ίδια ώρα που η κυβέρνηση μας καλεί να καταψηφίσουμε την πρόταση των δανειστών, μας λέει ότι θα επιδιώξει αμέσως μία άλλη που δεν θα διαφέρει και τόσο, ενώ οι δανειστές έχουν περίπου προεξοφλήσει ότι δεν θεωρούν κάτι τέτοιο πιθανό σε περίπτωση που υπερισχύσει το όχι. Και κάπως έτσι οι μισοί ψηφοφόροι του ΟΧΙ θα νομίζουν ότι πάνε σε συμφωνία και οι άλλοι μισοί σε ρήξη και ενδεχομένως σε έξοδο.
Η παράνοια όμως δεν σταματάει εδώ.
Είναι παραπάνω από προφανές ότι αν γινόταν ένα δημοψήφισμα στο οποίο δεν θα κρινόταν τίποτα άλλο, απλώς και μόνο για να ρωτηθούν οι πολίτες της Ελλάδας αν συμφωνούν με τα σκληρά μέτρα των δανειστών (σαν λέμε δηλαδή αν θέλουν να τους μαστιγώσουν) ούτε το 1% δεν θα απαντούσε θετικά. Επειδή όμως αυτή τη στιγμή κανείς δεν προτείνει μία άλλη συγκεκριμένη λύση πριν μίας αβέβαιης προοπτικής που δεν ξέρουν που οδηγεί, πολλοί μπροστά στο φόβο του αγνώστου και διαπιστώνοντας ότι η κυβέρνηση δεν έχει άλλο σχέδιο (όπως έχει παραδεχθεί) θα προτιμήσουν να ψηφίσουν κι αυτοί ΝΑΙ χωρίς συμφωνούν με τα μέτρα.
Το πεδίο λοιπόν είναι ναρκοθετημένο και το δημοψήφισμα ήρθε πολύ αργά και με άδεια ταμεία, αφού η κυβέρνηση έχει εκ των πραγμάτων σε μεγάλο βαθμό υπονομεύσει τη πιθανότητα μιας ρήξης με προοπτική. Ποιας ρήξης λοιπόν με μισόλογα και με ποιο σχέδιο; Και με ποια πρόβλεψη για να προστατευθούν οι φτωχότεροι και οι πιο αδύναμοι; Τα θύματα της κρίσης και των μνημονίων δεν έχουν ούτε λεφτά στο εξωτερικό, ούτε στα «στρώματα» και στις θυρίδες.
Η ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας αυτές τις κρίσιμες ώρες είναι τεράστια. Και πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η προστασία αυτών των ανθρώπων. Ποιές είναι οι εγγυήσεις για αυτό;
Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, δυστυχώς οι προοπτικές είναι θετικές μόνο για τον Σόιμπλε και στο ναι και στο όχι.
Αν υπερψηφιστεί το ναι, θα είναι από εξαναγκασμό και όχι από ελεύθερη βούληση του λαού και για πρώτη φορά θα έχουμε λαϊκή νομιμοποίηση ενός πολύ σκληρού μνημονίου. Ούτε στα πιο τρελά όνειρά του Σόιμπλε δηλαδή.
Στην περίπτωση που υπερψηφιστεί το όχι, περνάμε στο άγνωστο κι ανοίγει ταυτόχρονα κι ο δρόμος για την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη, χωρίς να χρειαστεί να βάψει τα χέρια του με αίμα ο Σόιμπλε , αναλαμβάνοντας απλά τον εύκολο ρόλο του Πόντιου Πιλάτου. Είναι γνωστό ότι αυτές είναι οι δύο επιλογές που εκείνος ήθελε. Ή να φύγουμε από την Ευρωζώνη, στην οποία θεωρεί ότι δημιουργούμε προβλήματα, ή αν μείνουμε, να μείνουμε αποδεχόμενοι τη λιτότητα όχι μόνο ως πολιτική επιλογή, αλλά και ως τιμωρία με τη θέλησή μας.
Οι ρομαντικοί που παραβλέπουν το ναρκοθετημένο πεδίο, πιστεύουν ότι το Όχι μπορεί να ανοίξει το δρόμο της απελευθέρωσης του ελληνικού λαού από τα μνημόνια. Αυτή όμως θα ήταν μια μεγάλη μάχη και όπως όλες οι μάχες θα χρειαζόταν στρατηγική, σχέδιο και ατσαλένιας πυγμής πολιτικά στελέχη που θα αναλάμβαναν να ηγηθούν. Και φυσικά σε αυτές τις περιπτώσεις, όσοι σε ακολουθούν πρέπει να ξέρουν ότι τους πηγαίνεις σε μάχη για να πολεμήσουν και να έχουν συμφωνήσει σε αυτό. Διαφορετικά η έκβαση είναι προδιαγεγραμμένη.
Δεν πιστεύω ότι αξίζουν σε κανένα λαό αυτά που περνάνε οι Έλληνες να τελευταία πέντε χρόνια, τουλάχιστον να σώσουμε ότι σώζεται.
Β.Σ
Eurogroup: Το πλήρες κείμενο του ανακοινωθέντος
Παρασκευή, 20 Φεβρουαρίου 2015