Zbigniew Brzezinski |
Είναι ότι πιο σημαντικότερο θα διαβάσετε περί του Μεταναστευτικού, μακρυά από στεγανά και αγκυλώσεις!!
έτος 2005
Από το βιβλίο: Η ΕΠΙΛΟΓΗ -
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ Ή ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΓΕΣΙΑ
Εκδόσεις Λιβάνη
σελίδα 271
Ένας κόσμος όπου όλα διακινούνται ελεύθερα, εκτός από ανθρώπους
Το όραμα της παγκοσμιοποίησης αφορά μια παγκόσμια κοινότητα χωρίς σύνορα για τα χρήματα και προϊόντα. Αντίθετα, όσον αφορά τη διακίνηση των ανθρώπων, ούτε οι θιασώτες ούτε οι αντίπαλοι της παγκοσμιοποίησης έχουν πολλά να πουν. Παρ' όλ' αυτά, τις επόμενες δεκαετίες, ο συνδυασμός των μεταναστευτικών πιέσεων, που θα έχουν προκληθεί από την άνιση δημογραφική αύξηση και την εξίσου άνισα καταμερισμένη παγκόσμια φτώχεια, και των κοινωνικών επιπτώσεων από την άνιση γήρανση των πληθυσμών των διαφόρων εθνών μπορεί να μεταβάλει την πολιτική όψη της γης.
σελίδες 274 - 286
Ενωμένοι οι πληθυσμοί της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής όχι μόνον έχουν συρρικνωθεί από το 30% του παγκόσμιου συνόλου που ήταν το 1900 στο 17% το 2000, αλλά τα επόμενα είκοσι χρόνια αναμένεται να μειωθούν κι άλλο, για να φτάσουν στο 14%. Ο πληθυσμός της Ευρώπης θα ελαττωθεί, ενώ ο πληθυσμός της Ασίας προβλέπεται ν' αυξηθεί κατά 910 εκατομμύρια άτομα. Την ίδια στιγμή, οι πληθυσμοί των πλουσιότερων χωρών θα γερνούν όλο και πιο πολύ. Πράγμα που σημαίνει ότι η μετανάστευση είναι και θα είναι τόσο οικονομική όσο και πολιτική αναγκαιότητα για τις χώρες αυτές, ενώ η αποδημία ίσως να χρησιμεύσει σαν βαλβίδα ασφαλείας απέναντι στις αυξανόμενες δημογραφικές πιέσεις που ασκούνται στον ήδη πυκνοκατοικημένο και πολύ φτωχότερο Τρίτο κόσμο.
Μεγάλο μέρος αυτού του τελευταίου γίνεται σταδιακά μια τεράστια πυριτιδαποθήκη, η οποία στηρίζεται στην αντιδυτική και αντιαμερικάνικη εχθρότητα - και οι παγκόσμιες δημογραφικές τάσεις θα μπορούσαν άνετα να τον αναφλέξουν. Υπάρχει τεράστια ανισότητα στο κατά κεφαλήν εισόδημα ανάμεσα στην πλουσιότερη Δύση, η οποία συρρικνώνεται και γερνά, και τη φτωχότερη Ανατολή και το Νότο, των οποίων ο πληθυσμός διαρκώς πολλαπλασιάζεται και θα παραμείνει σχετικά νέος. Ενώ το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα στη Βόρεια Αμερική (υπολογισμένο με βάση την ισοτιμία της αγοραστικής δύναμης) ξεπερνά κατά πολύ τα 30.000 δολάρια, και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεκινά από περίπου 17.000 δολάρια και φτάνει τα 30.000 δολάρια, στα πιο πυκνοκατοικημένα κράτη του Τρίτου Κόσμου κυμαίνεται ανάμεσα στα 875 δολάρια για τη Νιγηρία, περίπου τα 2.100 για το Πακιστάν, τα 2.540 για την Ινδία, τα 3.100 για την Ινδονησία, τα 3.900 για την Αίγυπτο και τα 4.400 για την Κίνα. Το 2001, δεκαπέντε αφρικάνικα κράτη είχαν κατά κεφαλήν εισοδήματα κάτω των 1.000 δολαρίων - που σημαίνει λιγότερα από 3 δολάρια την ημέρα για κάθε άτομο.
Μέσα σ' αυτό το εντυπωσιακά άνισο, παγκόσμιο πλαίσιο, κάποιοι από τους πληθυσμούς που πλήττονται περισσότερο θα υποστούν και τη μεγαλύτερη δημογραφική πίεση. Οι χώρες που θα έχουν τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης του πληθυσμού τους τον επόμενο μισό αιώνα αντιμετωπίζουν ήδη σε συνθήκες διαβίωσης από τις οικονομικά λιγότερο επικερδείς, πολιτικά λιγότερο σταθερές και κοινωνικά περισσότερο ασταθείς του κόσμου. Κι αυτές οι χώρες εξαπλώνονται από την Παλαιστίνη, φτάνουν στον Περσικό κόλπο και συμπεριλαμβάνουν τα πιο ασταθή τμήματα της Νότιας Ασίας.(22) Αν αποτύχουν να χαλιναγωγήσουν τις πολιτικές φιλοδοξίες και την οικονομική ορμή των διογκωμένων πληθυσμών τους - κάτι πολύ πιθανό - τα κατά τόπους αποσταθεροποιητικά και διεθνώς αναθεωρητικά κινήματα, τα οποία πολύ συχνά στρέφονται και κατά της Δύσης, θα μπορέσουν να κερδίσουν πολλούς νεοφώτιστους οπαδούς.
Η προοπτική το 2020 οι πληθυσμοί των φτωχότερων περιοχών να απαρτίζονται κυρίως από νέους ανθρώπους, και κατά συνέπεια από τους κοινωνικά και πολιτικά περισσότερο ανήσυχους, ενδεχομένως να εντείνει τις κοινωνικές πιέσεις. Για την Ασία, το ποσοστό των ανθρώπων κάτω των 30 ετών αναμένεται να είναι 47%, για τη Μέση Ανατολή/ Βόρεια Αφρική, 57%, και για την υποσαχάρια Αφρική 70%. Αντίθετα για τη Βόρεια Αμερική, το ποσοστό αυτό αναμένεται να είναι 42%, και για την Ευρώπη 31%. Η αύξηση του αριθμού των νέων μάλιστα θ’ αποτελέσει οξύτερο πρόβλημα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, οι οποίες θα δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη για την ΕΕ, εξαιτίας της γειτνίασης τους μ’ αυτήν. Όπως επισήμανε και μια έκθεση της CIA το 2001, «οι φτωχότερες και συχνά περισσότερο πολιτικά ασταθείς από οποιεσδήποτε άλλες περιοχές και χώρες στον κόσμο – συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, της Κολομβίας, του Ιράκ, της Γάζας και της Υεμένης – θα έχουν μέχρι τα τέλη του 2020 τους μεγαλύτερους νεανικούς πληθυσμούς. Και οι περισσότερες θα στερούνται τους οικονομικούς, θεσμικούς ή πολιτικούς πόρους για να εντάξουν αποτελεσματικά αυτή τη νεολαία στην κοινωνία τους».(23) Οπότε οι στερημένοι τα πολιτικά δικαιώματα τους νέοι, με λίγη ελπίδα και άφθονο θυμό στην καρδιά τους, θα γίνουν οι πιο φλογεροί στασιαστές εναντίον της παγκόσμιας τάξης που επιδιώκει να διασφαλίσει η Αμερική.
Αυτές οι ασυμμετρίες, μάλιστα, γίνονται ακόμη πιο εκρηκτικές εξαιτίας της χωρίς προηγούμενο από ιστορικής πλευράς αφύπνισης των φτωχών – χάρη στα ΜΜΕ και ειδικά την τηλεόραση – γύρω από τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης αλλού. Εξάλλου, οι φτωχοί του κόσμου στοιβάζονται όλο και περισσότερο μέσα στις επεκτεινόμενες με χαοτικό τρόπο φτωχογειτονιές των πόλεων, εξαιρετικά ευάλωτες σε πολιτικά ριζοσπαστικά ή θρησκευτικά φονταμενταλιστικά συνθήματα, τα οποία πυροδοτούνται από έντονα ξενοφοβικά συναισθήματα. Κατά συνέπεια η Ευρώπη, η Αμερική, μερικές ακόμη εύπορες χώρες και πολύ σύντομα ίσως και η ιαπωνία είναι τόσο μαγνήτες για τους κοινωνικά μη προνομιούχους, όσο και σημεία εστίασης του μίσους αυτών των τελευταίων.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, η μετανάστευση αρχίζει να μεταβάλλει την κοινωνική-πολιτισμική σύνθεση της Δυτικής Ευρώπης. Σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Αυστρία, η Γερμανία και το Βέλγιο, το ποσοστό επί τοις εκατό των παιδιών που έχουν γεννηθεί από ξένους γονείς δεν είναι πολύ μικρότερο απ’ αυτό της Αμερικής, ενώ η Γαλλία και η Σουηδία ακολουθούν κατά πόδας. Αποτέλεσμα είναι να έχουν εμφανιστεί πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις σε μια σειρά ευρωπαϊκών κρατών και τα κινήματα εναντίον των μεταναστών να έχουν εξαπλωθεί περισσότερο. Ωστόσο, ούτε η Δυτική Ευρώπη σήμερα ούτε η Ιαπωνία αύριο θα έχουν τη δυνατότητα ν’ αναχαιτίσουν τη μετανάστευση. Οι οικονομίες τους έχουν όλο και μεγαλύτερη ανάγκη να εισαγάγουν εργατικό δυναμικό νεαρής ηλικίας – κατά ένα μέρος επειδή η ευημέρια έχει κάνει την εντατικοποίηση της εργασίας λιγότερο ελκυστική στους ντόπιους, αλλά κυρίως επειδή ένα νέο φαινόμενο έχει παρουσιαστεί, το οπίο μόλις πρόσφατα τράβηξε τη δημόσια προσοχή: ο σταδιακός αλλά πιο γρήγορος ρυθμός γήρανσης του παγκόσμιου πληθυσμού.(24)
Το φαινόμενο αυτό, της γήρανσης της κοινωνίας, έχει επιπτώσεις ανυπολόγιστης σημασίας στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και την παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση. Αυξάνει την αναλογία των μη παραγωγικών κι εξαρτώμενων πολιτών σ’ έναν πληθυσμό, αυξάνοντας ταυτόχρονα και την πολιτική τους δύναμη. Πρόκειται δε για παγκόσμια τάση, παρόλο που παρουσιάζει διαφορές από έθνος σε έθνος, εξαιτίας των διαφορετικών ρυθμών θνησιμότητας και γεννητικότητας. Σύμφωνα με το Γραφείο Απογραφής των ΗΠΑ και τα Ηνωμένα Έθνη, η μέση ηλικία το 2000 στις ΗΠΑ ήταν 35,5 χρόνια, στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένων των χωρών μη μελών της ΕΕ και της Ρωσίας) 37,7, στην Ιαπωνία 41,2, στην Κίνα 30 και στην Ινδία 23,7 – αλλά το 2050 η μέση ηλικία στις ΗΠΑ θα είναι 39,1 χρόνια, στην Ευρώπη 49,5, στην ιαπωνία 53,1, στην Κίνα 43,8 και στην ινδία 38.
Με την προοδευτική μείωση του ποσοστού επί τοις εκατό του πληθυσμού που απασχολείται παραγωγικά και την αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που εξαρτάται από τους άλλους, οι πιέσεις στους κρατικούς υπολογισμούς, οι οποίες προκαλούνται από τις ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες της κοινωνικής πρόνοιας και τα συνακόλουθα εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη, πιθανότατα θα εξαπλωθούν σε παγκόσμια κλίμακα. Όλες οι χώρες θα έχουν περισσότερους κατοίκους άνω των εξήντα πέντε ετών, αλλά οι πλουσιότερες θα έχουν και λιγότερους κάτω των τριάντα. Η πιθανότητα δε οι πλουσιότερες χώρες να επιτρέπουν κατ’ ανάγκην την αυξημένη μετανάστευση νέων, και να καταβάλλουν συγκεκριμένες προσπάθειες ώστε να προσελκύουν τους περισσότερους μορφωμένους ανάμεσα τους, χειροτερεύει την κατάσταση, καθώς ίσως να εντείνει τα κοινωνικά διλήμματα των φτωχότερων και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Αυτές οι τελευταίες θα στερηθούν μερικά από τα πιο παραγωγικά, πιο καινοτόμα και καλύτερα εκπαιδευμένα τμήματα του εργαζόμενου πληθυσμού τους. Εκτιμάται ότι στην Αμερική, την ΕΕ, την Αυστραλία και την Ιαπωνία απασχολείται ήδη κάπου 1,5 εκατομμύριο ειδικευμένοι μετανάστες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Μονάχα η Αφρική έχει χάσει την τελευταία δεκαετία 200.000 επαγγελματίες τους οποίους χρειάζοταν ιδιαίτερα, και περίπου 30.000 κατόχους διδακτορικών τίτλων. (25)
Παρά το γεγονός ότι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της γήρανσης της κοιωνίας ενδέχεται να είναι παγκόσμιες, τον πιο άμεσο αντίκτυπο της θα νιώσουν οι πλούσιες χώρες, κυρίως η Ευρώπη και η Ιαπωνία. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Ιαπωνία είναι σήμερα τα «γηραιότερα» έθνη στον κόσμο (με βάση την αναλογία των γηραιότερων στο συνολικό πληθυσμό). Αλλά η κοινωνική γήρανση εξαπλώνεται και οι συνέπειες της εντείνονται από μια παράλληλη διαδικασία πληθυσμιακής μείωσης, με τους πληθυσμούς των περισσόοτέρων τριάντα χωρών να αναμένονται να συρρικνωθούν μέχρι τα μέσα αυτού του αιώνα. Ορισμένοι πληθυσμοί, όπως της Ισπανίας ή της Ιταλίας, θα συρρικνωθούν κατά περίπου 20%, ενώ και η Ιαπωνία δεν απέχει πολύ απ’ αυτόν τον αριθμό. Έτσι, το πρόβλημα για τις πλουσιότερες και γηραιότερες χώρες του κόσμου προοδευτικά θα επιδεινωθεί. Σε συνδυασμό μάλιστα και με μια σημαντική πτώση του ποσοστού των γεννήσεων, μπορεί να αυξησει την κοινωνική εξάρτηση των ηλικιωμένων σε επικίνδυνα επίπεδα από δημοσιονομικής απόψεως, με την εμφάνιση ογκώδων δημόσιων χρεών, ακόμη και αδυναμίας εξόφλησης τους, στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον.(26)
Αντίθετα, ο αμερικάνικος πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνεται, έστω και με ελαττούμενο ρυθμό, βασιζόμενος ως επί το πλείστον στη μετανάστευση και τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων των μεταναστών. (Εκτιμάται ότι η μετανάστευση και οι γεννήσεις από μητέρες-μετανάστριες θα ισοδυναμούν με τα δύο τρίτα της ετήσιας αύξησης του αμερικάνικου πληθυσμού.) Αποτέλεσμα θα είναι, η Αμερική να βρίσκεται πιθανότατα σε πιο ευνοϊκή θέση απ’ ό,τι οι βασικοί σύμμαχοι της ή ακόμη και μερικά αναπτυσσόμενα έθνη, όσον αφορά το ποσοστό της εξάρτησης των γηραιοτέρων και της αναπλήρωσης του εργατικού της δυναμικού.(27)
Η οδυνηρή πραγματικότητα είναι ότι ούτε η Ευρώπη ούτε η Ιαπωνία θα είναι ικανές να διατηρήσουν το επίπεδο διαβίωσης τους ή τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις έναντι των όλο και πιο γηρασκόντων πολιτών τους, χωρίς μια σημαντικότατη μετάγγιση νέου αίματος – τη λεγόμενη «μετανάστευση αναπλήρωσης» - ενώ ακόμη και τότε, η θεραπεία θα είναι μερική. Στην πραγματικότητα, είναι τελείως απίθανο οι χώρες που θα έχουν πληγεί περισσότερο από την πληθυσμιακή μείωση να επιστρέψουν να επιτρέψουν τη μετανάστευση σε κλίμακα που θα χρειάζεται, για να διατηρήσουν έστω και τις υπάρχουσες αναλογίες των ανθρώπων που απασχολούνται παραγωγικά προς τους ανθρώπους που εξαρτώνται από την κοινωνία. Οι αριθμοί των μεταναστών που αυτές οι χώρες θα πρέπει ν’ αφομοιώσουν είναι πέρα από κάθε πρακτική αντιμετωπίσιμη και φτάνουν κυριολεκτικά τα πολλά εκατομμύρια.(28)
Αρχικά η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως μπορεσεί ν’ ανακουφίσει το δημογραφικό της πρόβλημα απλώς και μόνο επεκτεινόμενη ανατολικά. Η αφομείωση των ξένων ίσως είναι ευκολότερη αν αυτοί, αν μη τι άλλο, προέχρονται από μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά και δεν έχουν να ξεπεράσουν νομικά εμπόδια. Για τη Γαλλία ή τη Γερμανία επί παραδείγματι, η ενσωμάτωση των Πολωνών μεταναστών είναι πολύ πιο ταχεία και κοινωνικά αποδεκτή από την ενσωμάτωση των Βορειοαφρικανών ή των Τούρκων, για να μην αναφέρουμε τον τελευταία αυξανόμενο αριθμό αυτών που προέρχονται από τη Νότια Ασία. Αλλά και η Ανατολική Ευρώπη (και ιδιαίτερα η Ουκρανία και η Ρωσία) θα πληγούν από το συνδυασμό μείωσης του πληθυσμού και γήρανσης του, πράγμα που θα ελαττώσει το ανθρώπινο δυναμικό που θα είναι διαθέσιμο να μεταναστεύσει στη Δύση.
Αναπόφευκτα, οι πληθυσμοί από τη Βόρεια Αφρική, την Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία θ’ αυξάνουν την παρουσία τους στην Ευρώπη, με όλες τις συνεπακόλουθες κοινωνικές και πολιτισμικές συγκρούσεις. Η ισχυρή αντίδραση που εμφανίστηκε πρόσφατα στην Ολλανδία εναντίων νεοφερμένων ξένων οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αίσθηση της κοινωνίας ότι το 5% του πληθυσμού της χώρας, το οποίο αποτελείται από μουσουλμάνους μετανάστες (σε μεγάλο βαθμό Μαροκινούς και Τούρκους) – μια ομάδα ανθρώπων της οποίας το μέγεθος έχει δεκαπλασιαστεί τα τελευταία τριάνατα χρόνια – δεν αφομοιώνοταν στα ολλανδικά ήθη και τον τρόπο ζωής. Παρόμοιες αντιδράσεις υπήρξαν κι αλλού στην Ευρώπη.
Αυτός ο συνδυασμός μεταναστευτικών πιέσεων και κοινωνικής γήρανσης τείνει να προκαλέσει στις πλουσιότερες, γηραιότερες και βαθμιαία συρρικνούμενες από πληθυσμιακής απόψεως χώρες έναν προοδευτικό επαναπροσδιορισμό της παραδοσιακής αντίληψης περί έθνους-κράτους με συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα. Κι αυτή είναι μια αναπόφευκτη, οδυνηρή διαδικασία που ενυπάρχει στην παγκοσμιοποίηση. Σήμερα, σχεδόν όλες οι πλούσιες χώρες του κόσμου (με μεγάλες εξαιρέσεις τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία) προσδιορίζονται εθνικά. Η αφομοίωση σ’ αυτές δεν περιλαμβάνει μονάχα την επίσημη αποδοχή της ιδιότητας του πολίτη τους και την προσήλωση σ’ ένα κοινό μέλλον – όπως συμβαίνει στην Αμερική – αλλά και τη γνήσια εσωτερίκευση ενός κοινού και πολύ συχνά μυθικού παρελθόντος. Οι μετανάστες στις ΗΠΑ αρχίζουν να θεωρούν και τυπικά τους εαυτούς τους Αμερικανούς πριν καλά καλά αποκτήσουν την υπηκοότητα της χώρας. Στην Ευρώπη όμως δεν ισχύει το ίδιο, ακόμη και σε χώρες όπως η Γαλλία η οποία διαθέτει παράδοση γλωσσικής αφομοίωσης. Ενώ όσον αφορά τη νησιωτική και πολιτισμικά ενιαία Ιαπωνία, η ίδια η ιδέα της αφομοίωσης εκατομμυρίων μεταναστών είναι σχεδόν αδιανόητη. Σ’ αυτές τις χώρες , η εθνική ιστορία, η γλώσσα και η πολιτισμική και θρησκευτική ταυτότητα είναι απόλυτα και με περίπλοκο τρόπο συνδεδεμένες μεταξύ τους και η ταύτιση των ξένων με το εθνικό παρελθόν είναι σχεδόν τόσο σημαντική για την πλήρη αποδοχή τους, όσο και η αίσθηση ενός κοινού, εθνικού μέλλοντος.
Βέβαια, υπάρχουν κι επιπρόσθετες συνέπειες απ’ αυτόν τον νέο γρίφο της εποχής μας, και ορισμένες ανάμεσα τους έχουν σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις για την Αμερική. Πρόκειται για συνέπειες οι οποίες εμπίπτουν γενικά σε τρεις κατηγορίες: (1) στο εθνικό ήθος των χωρών του «πρώτου κόσμου», (2) στο ρόλο αυτών των χωρών στη διεθνή ασφάλεια και, το πιο σημαντικό, (3) στην παγκόσμια πολιτική θέση της Αμερικής.
Η αντίθεση ανάμεσα στη Γερμανία του 1900 και τη Γερμανία του 2000 περιγράφηκε πολύ σωστά (από ανώνυμη πηγή) ως η διαφορά ανάμεσα σε μια χώρα στην οποία «περισσότερο από το μισό του πληθυσμού της ήταν κάτω των 25 ετών και φτωχό», και σε μια χώρα στην οποία «περισσότερο από το μισό του πληθυσμού της ήταν άνω των 50 ετών και πλούσιο». Αν αφήσουμε κατά μέρος μερικές στατιστικές υπερβολές, η συγκεκριμένη φράση συλλαμβάνει την ουσία της αλλαγής που έχει συντελεστεί στις γερμανικές εθνικές πεποιθήσεις: Μια αλλαγή από την ενεργητική και συγκινησιακά φορτισμένη εθνική ταυτότητα, σε μια ύπαρξη περισσότερο καθιστική και «gemütlich » (ευχάριστη, αναπαυτική). Οπότε, οι εθνικές πεποιθήσεις ταυτίζονται περισσότερο με τον τρόπο ζωή παρά με μια δυναμική αίσθηση υψηλού προσδιορισμού και η ιδιοκτησία ενός εκοχικού σπιτιού στη γειτονική χώρα πιο ευχάριστο πράγμα από την κατάληψη του εδάφους της.
Και μια τέτοια αλλαγή στη νοοτροπία, η οποία χαρακτηρίζει την εμπειρία των Δυτικοευρωπαίων, υποδεικνύει ότι η ΕΕ δεν θα έχει και πολύ την τάση να μεταφράσει την πιθανή πολιτική της ένωση σε μια παγκόσμιας σημασίας ικανότητα να προβάλει στρατιωτική ισχύ. Μάλιστα, η οικονομική απομύζηση – φαινόμενο σύμφυτο με την αυξανόμενη αναλογία της εξαρτώμενης από την κοινωνία τρίτης ηλικίας – μπορεί να εντείνει τα αντιμιλιταριστικά συναισθήματα και να αυξήσει τη δυσκολία των κυβερνώντων να επιτύχουν την επιδοκιμασία του εκλογικού σώματος, εάν θελήσουν να διογκώσουν σημαντικά τις ευρωπαϊκές δαπάνες για την άμυνα. Ενώ την ίδια στιγμή, η διαγραφόμενη δημογραφική μείωση θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο την πληθυσμιακή ομάδα η οποία μπορεί να προσφέρει πολίτες σε ηλικία στράτευσης. Αυτές οι δύο τάσεις αναμένονται να καταστήσουν την εθνική στρατολόγηση εθελοντών ιδιαίτερα δύσκολη.
Πριν περάσει πολύς καιρός, ίσως η ΕΕ – ακόμη και οι ΗΠΑ – να μην έχουν πια άλλη επιλογή, από το να αναβιώσουν πολιτικές στράτευσης οι οποίες θα θυμίζουν την προ των εθνών εποχή στα στρατιωτικά πράγματα. Στο βαθμό που οι στρατοί των πολιτών που βασίζονται στην καθολική στρατιωτική θητεία, (και οι οποίοι χρονολογούνταν από την περίφημη Levée en masse της Γαλλικής Επανάστασης), έχουν εγκατασταθεί πλέον από τεχνολογικά ειδικευμένους, επαγγελματικούς στρατούς, τα προηγμένα κράτη ίσως να πρέπει ν’ αρχίσουν να στρέφουν όλο και πιο πολύ την προσοχή τους στη στρατολόγηση μεταναστών μισθοφόρων. Καθώς ο εθνικός ζήλος έχει πάψει πια να είναι το βασικό στοιχείο που προσδιορίζει το μαχητικό πνεύμα, οι επαγγελματικοί στρατοί των πιο εύπορων χωρών μπορεί στο μέλλον ν’ απαρτίζονται όλο και περισσότερο από καλά εκπαιδευμένους νεοσύλλεκτους του Τρίτου Κόσμου, των οποίων η αφοσίωση θα φτάνει μέχρι την επόμενη επιταγή πληρωμή τους.
Για την ώρα, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν ν’ απολαμβάνουν το πλεονέκτημα του ότι, κατά κάποιο τρόπο, είναι λιγότερο τρωτές στο φοβερό δίλημμα που τίθεται από τη γήρανση των πληθυσμών και τη δραστική μείωση της αύξησης τους. Αν οι τωρινές προβλέψεις επαληθευτούν, η Αμερική θα διατηρήσει μια ισχυρή δημογραφική βάση, από την οποία θα μπορεί ν’ ασκήσει την ηγεσία της στο όνομα των ιδεών της της παγκοσμιοποίησης. Οι εύποροι εταίροι της κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν σταθερότητα στο εσωτερικό τους, αλλά και θα εξαρτώνται από την προστασία των ΗΠΑ για την παγκόσμια ασφάλεια. Με τους πληθυσμούς τους να διατηρούνται σταθεροί ή να συρρικνώνονται, μπορεί να υποφέρουν από αυξανόμενες εθνικές εντάσεις, καθώς θα βασίζονται όλο και περισσότερο στο εργατικό δυναμικό των μεταναστών. Κι έτσι, σ’ αυτούς τους εύπορους εταίρους η παγκοσμιοποίηση ίσως γίνει λιγότερο ελκυστική. Αλλά μεγάλο μέρος της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, όπως και τμήματα της Λατινικής Αμερικής θα εξακολουθήσουν, όπως φαίνεται, να υφίστανται δημογραφικές πιέσεις, τόσο από πολιτικής όσο κι από κοιωννικής απόψεως.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η αμερικάνικη εμπειρία μιας πολυπολυτισμικής κοινωνίας με παράδοση αφομοίωσης προσανατολισμένης στο μέλλον, μπορεί ν’ αποτελέσει καθησυχαστικό πρότυπο γι’ άλλους που βρίσκονται ακόμη στην αρπαγή του ολοκληρωτικού εθνικισμού. Άλλωστε, η Αμερική ίσως να βρίσκεται σε καλύτερη θέση να προωθήσει μια παγκόσμια συνεργατική αντίδραση έναντι των ποικίλων συνεπειών της άνισης δημογραφικής δυναμικής, χάρη στη ζωτικότητα της. Όπως ακριβώς ο ΠΟΕ κατέστη αναγκαίος προκειμένου να αποκτήσει η παγκοσμιοποίηση πειθαρχημένο χαρακτήρα, έτσι κι ένα διεθνές όργανο για τη ρύθμιση (και τον εξανθρωπισμό) της παγκόσμιας μετανάστευσης (ένας Παγκόσμιος Οργανισμός Μετανάστευσης;) ίσως να βοηθούσε στην εφαρμογή κάποιων κοινών κανόνων, που θα επανόρθωναν τη σήμερα αυθαίρετη και ασυνεπή μεταχείριση των μεταναστών. Προφανώς τα έθνη-κράτη θα είναι απρόθυμα να παραχωρήσουν οποιαδήποτε δικαιώματα ελέγχου πάνω στο έδαφος τους, αλλά με τον καιρό, η άνιση δημογραφική δυναμική θα ωθήσει εκ των πραγμάτων τους ηγέτες τους ν’ αναζητήσουν πιο γενικευμένες λύσεις από εκείνες που μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα.
Σε τελευταία ανάλυση, μια παγκοσμιοποίηση που ευνοεί αδιάκριτα τους πλούσιους και αντιμετωπίζει την ανθρώπινη δυστυχία της μετανάστευσης με τρόπο που ωφελεί τους ήδη προνομιούχους θα είναι μια παγκοσμιοποίηση που θα δικαιολογεί τους επικριτές της, θα κινητοποιεί τους εχθρούς της και θα προκαλεί περαιτέρω διαίρεση στον κόσμο. Μόνον ένας κόσμος που θα είναι εμποτισμένος με μια κοινή κοινωνική συνείδηση, όσο και ανοικτός στη διακίνηση – έστω και με κάποιους κανόνες – όχι μονάχα των αγαθών και των κεφαλαίων, αλλά και των ανθρώπων, θ’ ανταποκρίνεται στη θετική δυναμική της παγκοσμιοποίησης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(26) Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η αναλογία του πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία προς τον πληθυσμό άνω των εξηντά πέντε ετών θα μειωθεί τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ιαπωνία, από 5 προς 1, το 2000, σε 3 προς 1, το 2015.
(27) Το 1950, οι ΗΠΑ κατατάσσονταν τέταρτες στον κόσμο ανάμεσα στις δώδεκα πιο πυκνοκατοικημένες χώρες, μαζί με άλλες τέσσερις προηγμένες κοινωνίες. Το 2000, κατατάσσονταν τρίτες, μαζί με άλλες τρεις προηγμένες κοινωνίες. Και το 2050, μπορεί να εξακολουθούν να κατατάσσονται τρίτες, αλλά καμία από τις υπόλοιπες δώδεκα κοινωνίες δεν θα είναι προηγμένη.
(28) Οι εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των μεταναστών που θα χρειαστούν ποικίλλουν. Η προαναφερθείσα έκθεση της CIA, του Μαρτίου 2001, εκτιμά ότι η Ιαπωνία θα πρέπει να δέχεται 3,2 εκατομμύρια μετανάστες το χρόνο κι επί πολλά χρόνια στο μέλλον, προκειμένου να συντηρήσει το σημερινό ποσοστό ηλικιωμένων που εξαρτώνται από την κοινωνία της, ενώ ο Economist (31 Οκτωβρίου 2002) εκτιμά ότι και μόνο η διατήρηση του μεγέθους του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας θ’ απαιτήσει 5 εκατομμύρια μετανάστες το χρόνο για την Ιαπωνία, 6 εκατομμύρια το χρόνο για τη Γερμανία κι 6,5 εκατομμύρια το χρόνο για την Ιταλία – αριθμοί σαφώς ανέφικτοι. Αλλά ακόμη και η πιο επιφυλακτική ανάλυση του Kenneth Prewitt στο « Democraphy, Diversity, and Democracy», The Brookings Review (χειμώνας 2002), 6, συμπεραίνει ότι «για να διατηρήσει η Ιταλία τον πληθυσμό της που βρίσκεται σε εργάσιμη ηλικία στο σημερινό του μέγεθος... θα πρέπει να δέχεται 370.000 νέους μετανάστες κάθε χρόνο, ενώ η Γερμανία μόλις λιγότερο από μισό εκατομμύριο».