Πάνω από 63.000 επιχειρήσεις, κυρίως πολύ μικρές, κινδυνεύουν να κατεβάσουν οριστικά τα ρολά τους στο επόμενο εξάμηνο, γεγονός που συνεπάγεται κίνδυνο απώλειας 138.000 θέσεων εργασίας στο ίδιο διάστημα.
Η νέα αυτή γενιά ανέργων θα προστεθεί στους 25.000 πρώην εργαζομένους σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που υπολογίζεται ότι έχασαν τη δουλειά τους από την αρχή του 2015 μέχρι τον Ιούνιο (εκ των οποίων οι 15.000 μισθωτοί).
Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) και της εταιρείας MARC AE, σε δείγμα 1005 επιχειρήσεων με προσωπικό μηδέν (αυτοαπασχολούμενοι) έως 49 ατόμων, τα οποία ανακοινώθηκαν, σήμερα, στη Θεσσαλονίκη.
Το ΙΜΕ προβλέπει άνθιση της άτυπης οικονομίας, «λατινοαμερικανικού τύπου»
Μάλιστα, το νέο κύμα λουκέτων εκτιμάται ότι θα οδηγήσει, επίσης, σε στροφή χιλιάδων επιχειρηματιών -κυρίως στους κλάδους των υπηρεσιών και εμπορίου- στην άτυπη οικονομία, γεγονός που με τη σειρά του αναμένεται να αλλάξει την ταυτότητα της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, δίνοντάς της χαρακτηριστικά λατινοαμερικανικού τύπου, όπως υποστήριξε ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ, Διονύσης Γράβαρης.
«Νομίζω ότι σε όσα θα ακολουθήσουν για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ταιριάζει άψογα το ποίημα του Σουρή: 'Αχ να μπορούσα να μη ζω, μα δίχως να πεθάνω'. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις χάνουν πλέον τις αντιστάσεις που κατόρθωσαν να διατηρήσουν μέσα στην κρίση. Τα λουκέτα συνεπάγονται στροφή στην αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα (ιδίως σε τομείς όπως οι υπηρεσίες, τα κομμωτήρια και τα κέντρα αισθητικής, τα ηλεκτρονικά και οι νέες τεχνολογίες, τις νοσοκόμες κτλ), ακόμη και μετακινήσεις έδρας ή επιχειρηματικής δραστηριότητας εντός και εκτός Ελλάδας. Αν αυτό επαληθευτεί, ούτε με το 50ό μνημόνιο θα πιάσουμε τους αναπτυξιακούς στόχους. Οι επιπτώσεις για τα φορολογικά έσοδα και τα ασφαλιστικά ταμεία θα είναι τεράστιες. Η Ελλάδα [...]αποκτά χαρακτηριστικά χωρών της Λατινικής Αμερικής» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Γράβαρης.
«Επιστροφή στο 2012»
Από την πλευρά του, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, η οποία διενεργήθηκε στο διάστημα 21-27 Ιουλίου, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, σημείωσε ότι τα ευρήματά της ανατρέπουν την εικόνα ανάσχεσης της υφεσιακής πορείας, που είχαν διαφανεί στο δεύτερο εξάμηνο του 2014.
«Σε όλους τους τομείς έχουμε ταχεία επιστροφή στον Ιούλιο του 2012. Αυτό σημαίνει ότι χάθηκαν όλες οι θυσίες του ελληνικού λαού» είπε χαρακτηριστικά και υπενθύμισε ότι η ΓΣΕΒΕΕ εκπροσωπεί 600.000 επιχειρήσεις με 1,5 εκατ. εργαζόμενους.
Η ΔΕΘ να ανακτήσει τον παραγωγικό της ρόλο
Ιδιαίτερη μνεία έκανε και στη διοργάνωση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης του Σεπτεμβρίου, ισχυριζόμενος ότι μέσα από τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν αυτή έχασε τον παραγωγικό και επιχειρηματικό της ρόλο. «Πρέπει να αποκαταστήσουμε όλοι μαζί τη ΔΕΘ, ώστε να γίνει όχι απλά πανηγύρι, αλλά εφαλτήριο οικονομικής ανάπτυξης και να επιστρέψει στη λογική και τον σχεδιασμό που είχε στις προηγούμενες δεκαετίες, πριν όμως μετατραπεί σε πολιτική φιέστα και χάσει τον σκοπό της» τόνισε.
Η έρευνα έδειξε ακόμη τα εξής:
- Το 84,3% των ερωτώμενων δήλωσε επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του Φεβρουαρίου.
- Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση μετά το 2010 «αγγίζει» μεσοσταθμικά το 78%.
- Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις διαπίστωσαν και αυτό το εξάμηνο μείωση ζήτησης και παραγγελιών και επιδείνωση ρευστότητας.
- Σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (49,8%) δήλωσαν μείωση των επενδύσεων στο προηγούμενο εξάμηνο.
Υπερδιπλάσιες επιχειρήσεις προσανατολίζονται σε αύξηση τιμών
- Ενδεικτική της επίπτωσης των νέων φόρων και του αυξημένου ΦΠΑ είναι σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ η τάση που εμφανίζεται στο επίπεδο των τιμών, καθώς ο αριθμός των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι θα αυξήσουν τις τιμές στο επόμενο εξάμηνο υπερδιπλασιάζεται (από το 5,7% τον Φεβρουάριο στο 12,6%).
- Το 46,3% των επιχειρήσεων θεωρεί ως πολύ πιθανό τον κίνδυνο λουκέτου (έναντι 32,9% στην αντίστοιχη έρευνα Φεβρουαρίου 2015). Μεταξύ αυτών, άμεσα κινδυνεύουν να κλείσουν τρεις στις δέκα (27,3%).
- Σύμφωνα με το σενάριο βάσης του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ τα πιθανά λουκέτα επιχειρήσεων, που βρίσκονται στο «κόκκινο», συνεπάγονται όπως αναφέρθηκε και εισαγωγικά κίνδυνο απώλειας 138.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί).
- Σημαντική αύξηση σημείωσαν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων προς τις ΔΕΚΟ (από 25,5% σε 29,1%).
- Πάνω από μία στις πέντε επιχειρήσεις θεωρεί πιθανό ότι θα απολύσει προσωπικό το επόμενο εξάμηνο. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 5 άτομα (40,2%). Εάν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, τότε υπάρχει κίνδυνος απώλειας 55,000 θέσεων μισθωτής απασχόλησης στο επόμενο εξάμηνο (περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες 138.000 θέσεις απασχόλησης).
- Το 43% των επιχειρήσεων παρουσιάζει πρόβλημα στην έγκαιρη καταβολή των μισθών χωρίς κάποια τάση εκτόνωσης και μία στις τέσσερις επιχειρήσεις δήλωσε ότι έχει μειώσει τις αποδοχές των υπαλλήλων στο προηγούμενο εξάμηνο.
- Παραμένει, αν και μειούμενο (39% έναντι 43%), το καθεστώς εφαρμογής ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Σάρωσαν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι
Σύμφωνα με άλλα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία ανακοινώθηκαν πρόσφατα στην Αθήνα, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι «σάρωσαν» τις επιχειρήσεις-μέλη της ΓΣΕΒΕΕ. Κάθετη πτώση στο κύκλο εργασιών τους λόγω της επιβολής κεφαλαιακών έλεγχων (capital controls) σημείωσαν εννέα στις δέκα. Τρεις στις δέκα κατέγραψαν μείωση πάνω από 70%, ενώ συνολικά για τις επιχειρήσεις η μείωση του κύκλου εργασιών ήταν μεσοσταθμικά 48%. Άμεση συνέπεια ήταν η συρρίκνωση της κατανάλωσης κατά 50% ή κατά 3,8 δισ. ευρώ κατά το διάστημα αυτό. Με μια μετριοπαθή εκτίμηση υπολογίζεται ότι από αυτή την μείωση το ελληνικό δημόσιο έχασε 570 εκατ. ευρώ από έμμεσους φόρους.
Οι μικρές επιχειρήσεις ήταν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την επιβολή των capital controls και το κλείσιμο των τραπεζών. Πιο συγκεκριμένα, μόνο 1 στις 2 επιχειρήσεις χρησιμοποιεί e-banking για τις συναλλαγές της με πελάτες και προμηθευτές, ενώ 7 στις 10 δεν διαθέτουν συσκευές EFT/POS προκειμένου να πραγματοποιούν συναλλαγές με πιστωτικές, χρεωστικές και προπληρωμένες κάρτες. Εκτιμάται ότι το υψηλό κόστος αγοράς των μηχανών, αλλά και το υψηλό αναλογικό κόστος προμήθειας επί του τζίρου απέτρεψε τις μικρές επιχειρήσεις από την έγκαιρη προσαρμογή τους στη νέα ψηφιακή τραπεζική εποχή.