Σελίδες

29 Ιουλίου 2015

Έξοδος από το Eυρώ, υποτίμηση - μια απάντηση στις τερατολογίες

υποτίμηση
Υποτίμηση

Το κείμενο γράφτηκε μετά από συζήτηση στην οικονομική επιτροπή του Σχεδίου Β.

Μια από τις τερατολογίες της παράταξης του ευρώ-μονόδρομου και των συνοδοιπόρων του, είναι και η θέση ότι το κόστος ζωής θα εκτοξευθεί (διπλασιαστεί ή τριπλασιαστεί) με την έξοδο από την ζώνη του ευρώ, εξ αιτίας της υποτίμησης της νέας δραχμής. Πρόκειται για α-νόητη θέση που δεν βρίσκει κανένα επιχείρημα για να στηριχθεί.

Το πρώτο βέβαια ζήτημα που ανακύπτει είναι το εύρος της υποτίμησης. Οι οικονομικές αρχές ενός κράτους προβαίνουν σε μία υποτίμηση για δύο κυρίως λόγους. Είτε για να επανέλθει ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, είτε για τόνωση της οικονομίας, είτε συνήθως και για τα δύο μαζί.




Είναι σαφές ότι το εύρος του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας καθορίζει και την απαραίτητη υποτίμηση, πολλές φορές την επιβάλλει, κάτι που δεν μπορεί να γίνει βέβαια σε συνθήκες ενιαίου νομίσματος. Για το 2010 είχαμε υπολογίσει (ο Θ. Μαριόλης, σε συμφωνία και με διάφορους φορείς του εξωτερικού), ότι στο βαθμό που η χώρα προβεί σε στάση πληρωμών, τότε θα είναι αναγκασμένη να κάνει μια υποτίμηση 56,66% ή και περισσότερο, δηλαδή ένα ευρώ θα αντιστοιχεί σε 1,5666 δρχ. Το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας τα χρόνια αυτά 2008, 2009, 2010 αντιστοιχούσε σε ιλιγγιώδη νούμερα που προσέγγισαν και το 10-15% του ΑΕΠ και καλύπτονταν με εξωτερικό δανεισμό.

Σήμερα το εξωτερικό έλλειμμα, λόγω της μείωσης των συνολικών (ιδιωτικών και δημόσιων) καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών και της ανάλογης μείωσης των εισαγωγών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Η ανεργία όμως είναι τώρα που φτάνει σε ιλιγγιώδη νούμερα. Η υποτίμηση όπως και η δημιουργία ελλειμματικού προϋπολογισμού είναι τα βασικά μέσα οικονομικής πολιτικής για την ανάσχεση της ανεργίας. Η υποτίμηση στην Ελλάδα, μπορεί να δώσει την απαραίτητη αρχική ώθηση για την έξοδο από την ύφεση. Η Ελλάδα λόγω και σκληρού νομίσματος, όπως και λόγω συμμετοχής της στην ΟΝΕ, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό με συνέπεια την τραγική υποβάθμισή της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Κανείς σήμερα -ούτε οι αγορές- δεν θα προεξοφλήσουν μια υποτίμηση της τάξης του 50% , γιατί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζει ισορροπία. Συνεπώς το εύρος της υποτίμησης θα είναι απόφαση των οικονομικών αρχών της Ελλάδας, οι οποίες όμως θα πρέπει να βάλουν ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, για να εμποδίσουν κερδοσκοπικά παιχνίδια. Θα μπορούσαμε έτσι υπό προϋποθέσεις να δεχτούμε σήμερα, ότι μια κυβέρνηση θα κινηθεί από μια δυνατότητα υποτίμησης που ξεκινάει από το κατώφλι του 20%. Το πόσο προς τα πάνω πρέπει να κινηθεί, εξαρτάται από το σχέδιο οικονομικής της πολιτικής, τις ανάγκες της και την ανάλυση που θα κάνει. Ο Ζιν, λ.χ., ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια υποτίμηση της τάξης του 30%. Για χάριν της συζήτησης, ας δεχτούμε ότι η υποτίμηση που θα αποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση που θα βγάλει την χώρα από το ευρώ θα είναι 25%, δηλαδή ένα ευρώ θα ισούται με 1,25 δρχ.

Αν βέβαια ο εισαγόμενος πληθωρισμός εξ αιτίας της υποτίμησης, ανέβαινε κατά 25%, τότε και μόνο τότε, το κόστος ζωής θα ανέβαινε και αυτό κατά 25%. Όμως αν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να γίνει υποτίμηση μια που το κέρδος της ανταγωνιστικότητας θα μηδενιζόταν αμέσως. Το κόστος ζωής θα ανεβεί κατά 25%, μόνο σε κάποιον που ζει με δραχμές στο εξωτερικό, αλλά όχι εντός της Ελλάδας. Αντίθετα ο πολύς κόσμος δεν το καταλαβαίνει αυτό. Στην άγνοια αυτή πατάει και στηρίζεται, η σπέκουλα και η τερατολογία της παράταξης του ευρώ και της Ε.Ε..
Για να επιβεβαιώσει κανείς τα παραπάνω, όπως και τα παρακάτω, αρκεί να γυρίσει το ρολόι 4 χρόνια πριν την είσοδο στο ευρώ. Εκεί μπορεί να κοιτάξει, πόσο ανέβηκε ο πληθωρισμός εξ αιτίας της υποτίμησης της κυβέρνησης Σημίτη. Έτσι μπορεί να καταλάβει ποιος τερατολογεί και ποιος ψάχνει την αλήθεια .

Τα οικονομικά που διδάσκονται στα πανεπιστήμια λένε, ότι ο πληθωρισμός κόστους μετά από μία υποτίμηση εισάγεται στην χώρα κατά κύματα και για να φτάσει να εξατμίσει την υποτίμηση μπορεί να χρειαστεί και 15 χρόνια. Η υποτίμηση δίνει λοιπόν «χρόνο» σε μία οικονομία να ανασυνταχθεί. Για να γίνει κατανοητό αυτό, ας σκεφτούμε ότι ένα κομμάτι του ήδη υπάρχοντος κεφαλαίου είναι εισαγόμενο. Όμως αυτό αντικαθίσταται σιγά-σιγά, έτσι αργά-αργά η υποτίμηση μπαίνει στο κόστος παραγωγής. Π.χ., στην Ελλάδα υπάρχουν τρακτέρ. Για να αντικατασταθούν όλα και να περάσει το σύνολο της επίπτωσης της υποτίμησης στο κόστος παραγωγής στον κλάδο της γεωργίας δεν χρειάζονται λίγα χρόνια.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μιας υποτίμησης 25%, δηλαδή όπως είπαμε 1 ευρώ=1,25 δραχμές, το πληθωριστικό κύμα θα είναι -με το χειρότερο σενάριο- 4,6% τον 1ο χρόνο, 2,9% τον 2ο, 2,1% τον 3ο, 1,6% τον 4ο, και 1,3% τον 5ο. (βλ: μελέτη Μαριόλη-Κάτσινου, «Επιστροφή σε υποτιμημένη δραχμή, εισαγόμενος πληθωρισμός κόστους και διεθνής ανταγωνιστικότητα, μια μελέτη εισροών-εκροών.») Εδώ έχουν υπολογισθεί αυξήσεις μισθών ανάλογες με τον πληθωρισμό. Αν φυσικά αποφασιστεί να κοπεί χρήμα για να χρηματοδοτηθεί δημόσιο έλλειμμα και δημιουργηθεί μια επιπλέον μικρή πληθωριστική πίεση, αυτό είναι ζήτημα άλλης τάξης, που δεν συνδέεται με τις επιπτώσεις της υποτίμησης στις τιμές.


Σε περίπτωση μιας υποτίμησης 20% είναι 3,7%, 2,4%, 1,7%,1,3% ,1%. Ενώ στην περίπτωση μιας μεγάλης υποτίμησης 50% θα έχουμε αντίστοιχα 9,3%, 6%, 4,3%, 3,2%, 2,6%. Άρα μιλάμε για ένα μονοψήφιο εισαγόμενο πληθωρισμό 4%-9% ως τίμημα της υποτίμησης κατά τον 1ο χρόνο, με το χειρότερο δυνατό σενάριο.

Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό, ότι οι τιμές δεν θα αλλάξουν το ίδιο για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες. Το αντίθετο, θα αλλάξουν πολύ ασύμμετρα. Π.χ., οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες δεν θα επηρεαστούν, γιατί δεν περιέχουν τίποτα σχεδόν εισαγόμενο. Αντίστροφα, ένα αυτοκίνητο θα ακριβύνει αμέσως. Θα αλλάξει η σύνθεση του καλαθιού της κατανάλωσης, αυξάνοντας την ζήτηση για εγχώρια αγαθά, ενώ συνάμα νέα παραγωγή θα υποκαθιστά τις εισαγωγές.

Κάποιος με τον ίδιο πραγματικό μισθό ή διαθέσιμο εισόδημα σε δραχμές που είχε πριν με ευρώ (χωρίς δηλαδή να λάβουμε υπ’ όψιν ευνοϊκές φορολογικές αλλαγές), μετά από ένα έτος θα αποκτήσει π.χ. μεγαλύτερη αγοραστική δυνατότητα για αγορά εγχώριων τροφίμων, ή για να νοικιάσει ένα σπίτι, την ίδια για να κάνει ένα μάθημα κιθάρας, και μικρότερη για να αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Με την ανάκαμψη της οικονομίας θα υπάρξουν δημόσια έσοδα που σε συνδυασμό με την ανάκτηση του εκδοτικού προνομίου, τις αλλαγές στην φορολογία που θα εξυπηρετούν την ανάγκη για τόνωση της εγχώριας ζήτησης και παραγωγής, την σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα και τις μονοπωλιακές τιμές της αγοράς, τις χαμηλές τιμές για τα αναγκαία αγαθά, την αναδιανομή του εισοδήματος, την κατάργηση των χαρατσιών, θα ενισχύσουν σημαντικά την αγοραστική δυνατότητα για την πλειοψηφία. Για ένα μεσοπρόθεσμο διάστημα, μέχρι η Ελλάδα να αποκτήσει ισχυρή παραγωγική βάση, ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα παραμένει σχετικά ακριβό. Όμως η ζωή στην Ελλάδα θα είναι εύκολη.

Δεν είναι επίσης απαραίτητο, όλα τα εισαγόμενα αγαθά, να αυξηθούν αναλογικά. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικής. Π.χ., 1λτ βενζίνη κοστίζει σήμερα 1,5 ευρώ, από το οποίο ας πούμε ότι το 0,40 είναι η αγορά του προϊόντος από το εξωτερικό, 0,20 κέρδος από μεταπώληση και επεξεργασία και 0,90 ευρώ φόροι. Για να αυξηθεί αναλογικά με την υποτίμηση και να πάει από 1,5 ευρώ σε 1,875 δρχ θα πρέπει όλα να αυξηθούν αναλογικά κατά 25%. Όμως μπορεί μόνο το εισαγόμενο μέρος της τιμής να ανεβεί αναγκαστικά κατά 25%, δηλαδή να γίνει 0,50 δρχ, το περιθώριο κέρδους να μειωθεί σε 0,15 δρχ και οι φόροι να μειωθούν σε 0,65 δρχ και τελικά η συνολική τιμή να γίνει 1,35 δρχ από 1,50 ευρώ. Αυτό θα εξυπηρετήσει την συγκράτηση και του πληθωρισμού, μια που τα καύσιμα μπαίνουν μέσα σε όλα τα προϊόντα. Σε μια φιάλη π.χ. σκληρού αλκοόλ που θέλουμε κιόλας να υποκαταστήσουμε, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, με κατανάλωση-παραγωγή ελληνικού τσίπουρου, μπορούμε και να μεγαλώσουμε τους φόρους και αν σήμερα κοστίζει 20 ευρώ 10 το εισαγόμενο μέρος της τιμής, 8 οι φόροι και 2 το κέρδος από την πώληση, να φτάσει τις 27 δρχ, 12,5 το εισαγόμενο μέρος της τιμής λόγω της υποτίμησης, 2 το κέρδος και 12,5 οι φόροι. Το ίδιο σε ένα βαθμό μπορεί να γίνει με τα αυτοκίνητα (αναλόγως κυβισμού) και τα αγαθά πολυτελείας.


Πρέπει να σημειώσουμε ότι η αλλαγή της έμμεσης φορολογίας με υψηλούς φόρους σε αγαθά εισαγόμενα-πολυτελείας και χαμηλούς σε είδη πρώτης ανάγκης, μαζί με τις άλλες φορολογικές αλλαγές, μπορεί να εγγυηθεί την αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δυνατότητας για αγαθά ανάγκης που στερούνται, ή αγοράζουν με δυσκολία, τουλάχιστον τα 2/3 της ελληνικής κοινωνίας. Όταν λέμε αγαθά ανάγκης, δεν εννοούμε μόνο την δυνατότητα να αγοράσει κανείς πετρέλαιο, αλλά και να βγει για φαγητό, να πάει στο θέατρο, ή να κάνει διακοπές στο εσωτερικό. Η αγοραστική δυνατότητα θα μειωθεί μόνο για ένα τμήμα της κοινωνίας (που σήμερα πρέπει να είναι πολύ μικρότερο από το 1/3) που έχει την δυνατότητα να καταναλώνει ακριβά και εισαγόμενα αγαθά πολυτελείας και εισπράττει το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος.

Τέλος οι ξένοι, που πουλούν προϊόντα στην ελληνική αγορά δεν αποκλείεται να ρίξουν τις τιμές τους για να συγκρατήσουν τμήμα της αγοράς (ή/και επειδή τα όποια εμπορεύματά μας χρησιμοποιούνται στην παραγωγή δικών τους εμπορευμάτων, θα έχουν χαμηλότερη τιμή σε ξένο νόμισμα). Αυτή είναι μια ενδεχομένως ευνοϊκή παράμετρος που δεν έχει παρθεί υπ’ όψιν στην μελέτη που αναφερθήκαμε. Άλλωστε όλοι γνωρίζουμε ότι οι τιμές στα σουπερ μάρκετ της Γερμανίας είναι πολύ μικρότερες της Ελλάδας.

Όλη λοιπόν η φασαρία περί διπλασιασμού του κόστους ζωής με την οποία η παράταξη του ευρώ και της Ε.Ε. τρομοκρατεί τον ελληνικό λαό έχει την αντιστοιχία της σε έναν εισαγόμενο πληθωρισμό το πολύ 4,6% τον πρώτο χρόνο μετά μια υποτίμηση της τάξης του 25%. Ακόμη και αν η υποτίμηση έφτανε σε μεγάλο ύψος, ο εισαγόμενος πληθωρισμός δεν θα γινόταν διψήφιος. Αξίζει λοιπόν, για την αποφυγή ενός μονοψήφιου εισαγόμενου πληθωρισμού που μπορεί να κινηθεί και σε επίπεδα κάτω από το 5% (και αυτό κατά τον 1ο χρόνο, γιατί μετά μειώνεται σημαντικά) να παραμένει ο ελληνικός λαός δεμένος, ταπεινωμένος, και τσακισμένος από την τρόικα. Να παραμείνει η Ελλάδα μια χώρα ναυτικών γεμάτη ναυαγούς;

Υ.Γ: Αν και δεν είναι του παρόντος, πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα κομμάτι της παράταξης του ευρώ-μονόδρομου ισχυρίζεται ότι η ελληνική οικονομία δεν κέρδισε και πολλά πράγματα από την δυνατότητα της συναλλαγματικής πολιτικής που είχε στο παρελθόν. Το να ισχυρίζεται βέβαια κανείς ότι η συναλλαγματική πολιτική δεν παίζει ρόλο στην οικονομική πολιτική θέλει από μόνο του ιδιαίτερη φαντασία και κάποιος μπορεί να τους συγχαρεί αλλά μόνο για την φαντασία τους και τίποτα παραπάνω. Γιατί το ερώτημα δεν είναι τι κέρδισε η ελληνική οικονομία όταν από 1$=30 δρχ, το 1974 έφτασε στο 1$=360 δρχ όταν μπήκε στο ευρώ, αλλά τι θα γινόταν αν από το 1974 έως το 2000 το 1$ παρέμενε στις 30 δρχ. Την απάντηση την έδωσε η ιστορία, όταν ακριβώς η Ελλάδα κατάργησε την συναλλαγματική της πολιτική (ήδη από την εποχή της πολιτικής της σκληρής δραχμής) και εισήλθε με αμετάκλητη ονομαστική ισοτιμία στην ζώνη του ευρώ. Και αν εντός της ζώνης του ευρώ καταποντίσθηκε, τι κέρδισε στις συναλλαγές της με τις χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ, όταν το ευρώ από 1ευρώ=0,9$, έφτασε το 1ευρώ=1,6$ το 2008; Τελικά για τους υποστηρικτές της ΟΝΕ, και τους θιασώτες του σκληρού νομίσματος, είναι πολύ θλιβερή η διαπίστωση, ότι η Ελλάδα θα ήταν πολύ καλύτερα αν το 2001 συνέδεε το νόμισμά της με το δολάριο παρά με το ευρώ.

Υπενθυμίζουμε ότι εμείς δεν υποστηρίζουμε απλώς την ανάκτηση των πλεονεκτημάτων και των μέσων της οικονομικής πολιτικής, της δημοσιονομικής, της συναλλαγματικής, της νομισματικής που είναι απαραίτητα για να αναχαιτίσουμε την κρίση, αλλά υποστηρίζουμε και την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τα δεσμά του χρέους, όπως και τον μακροχρόνιο οικονομικό σχεδιασμό της ανάπτυξης της χώρας σε σύγκρουση με τα μεγάλα εγχώρια συμφέροντα αλλά και την Ε.Ε.. Άρα, δεν θέλουμε να γυρίσουμε στο «παρελθόν» της δραχμής όπως μας κατηγορούν (που δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί δεν είναι και αυτό από μόνο του μια σωτηρία), αλλά να βαδίσουμε προς το μέλλον, δημιουργώντας ένα παράδειγμα για τις εργαζόμενες τάξεις της νότιας Ευρώπης και της Μεσογείου.

Πηγή: Σχέδιο Β

http://sioualtec.blogspot.gr/